Κατηγορίες ελαιολάδων

ελαιόλαδο κατηγορίες έξτρα παρθένο

ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ

Λιπαρή ουσία με αυξημένη τροφική και θρεπτική αξία

-Κατηγορίες ελαιολάδων-

Το ελαιόλαδο είναι μια από τις πρώτες λιπαρές ουσίες που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος. Η χημική του σύσταση πρέπει να είναι ιδεώδης, γεγονός το οποίο τεκμηριώνεται, τόσο από την πράξη και την εμπειρία τόσων εκατονταετηρίδων, όσο και από τα αποτελέσματα τα οποία έδωσε η σύγχρονη ανάλυση στο εργαστήριο.

Με βάση τα στοιχεία πολλών ερευνών, που διεξήχθησαν στους τομείς της βιοχημείας, της βιοϊατρικής και άλλους, αποδείχτηκε περίτρανα ότι το ελαιόλαδο είναι μοναδική λιπαρή ουσία που έχει ως κύριο υλικό δομήσεως του μορίου του, το μονοακόρεστο λιπαρό οξύ, το ελαϊκό.

Το ελαιόλαδο είναι πλούσιο σε λιποδιαλυτές βιταμίνες A,D και Ε, ενώ περιέχει ακόμη Β και C. Η βιταμινική του αξία οφείλεται στη βιταμίνη Α και Ε. Η βιταμίνη Ε θεωρείται ως απαραίτητος παράγοντας για τη διατήρηση της κανονικής αναπαραγωγικής ικανότητας του οργανισμού.

Ένα μεγάλο θέμα που οι περισσότεροι καταναλωτές αγνοούν, είναι οι κατηγορίες των ελαίων γενικότερα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα παρθένα ελαιόλαδα, τα εξευγενισμένα ή ραφιναρισμένα ελαιόλαδα καθώς και τα πυρηνέλαια.

Οι περισσότεροι από τους καταναλωτές, επισκεπτόμενοι ένα κατάστημα πώλησης ελαιολάδου, δε γνωρίζουν ότι στο ελαιόλαδο γενικά, υπάρχουν κατηγορίες και στις περισσότερες περιπτώσεις συγκρίνουν ένα εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με ένα άλλο ελαιόλαδο!

Οι κατηγορίες των ελαιολάδων αναφέρονται πιο κάτω και έχουν αντίστοιχη εμπορική αξία με την κατηγορία τους. Οι κατηγορίες πηγάζουν απο τους Ευρωπαικούς Κανονισμούς 2568/91 και 1308/2013.

1) ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΠΑΡΘΕΝΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ (οξύτητα έως 0,80 %): Είναι η ανώτερη κατηγορία ελαιολάδου το οποίο λαμβάνεται απευθείας από τον καρπό της ελιάς, με μηχανικές και μόνο μεθόδους σε συνθήκες που δεν υποβαθμίζουν το προϊόν και το οποίο δεν έχει υποστεί καμία άλλη επεξεργασία (χημική ή βιομηχανική).

Για να χαρακτηριστεί ένα ελαιόλαδο ως εξαιρετικό παρθένο θα πρέπει η οξύτητά του να μην υπερβαίνει το 0,8%, τα υπόλοιπα χημικά χαρακτηριστικά του να είναι σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στον Ευρωπαικό Κανονισμό 2568/91, ενώ δεν πρέπει να έχει κανένα οργανοληπτικό ελάττωμα.

2) ΠΑΡΘΕΝΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ (οξύτητα έως 2,00 %): Είναι υποδεέστερο σε ποιότητα από το εξαιρετικό παρθένο, λαμβάνεται κι αυτό απευθείας από τον καρπό της ελιάς, μόνο με μηχανικές μεθόδους ενώ δεν έχει υποστεί καμία άλλη επεξεργασία (χημική ή βιομηχανική).

Για να χαρακτηριστεί ένα ελαιόλαδο ως παρθένο θα πρέπει η οξύτητά του να μην υπερβαίνει το 2%, τα υπόλοιπα χημικά χαρακτηριστικά του να είναι σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στον Ευρωπαικό Κανονισμό 2568/91 και τα οργανοληπτικά ελαττώματά του (διάμεσος τιμή ελαττωμάτων) να μην υπερβαίνουν σε ένταση τις 3,5 μονάδες.

3) ΜΕΙΟΝΕΚΤΙΚΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ - ΛΑΜΠΑΝΤΕ (οξύτητα άνω του 2,00 %): Το ελαιόλαδο λαμπάντε ή μειονεκτικό λαμβάνεται κι αυτό απευθείας από τον καρπό της ελιάς, με μηχανικές και μόνο μεθόδους ενώ δεν έχει υποστεί καμία άλλη επεξεργασία (χημική ή βιομηχανική).

Για να χαρακτηριστεί ένα ελαιόλαδο ως λαμπάντε, θα πρέπει η οξύτητά του να υπερβαίνει το 2%, τα υπόλοιπα χημικά χαρακτηριστικά του να είναι σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στον Ευρωπαικό Κανονισμό 2568/91 και τα οργανοληπτικά ελαττώματά του (διάμεσος τιμή ελαττωμάτων) να υπερβαίνουν σε ένταση τις 3,5 μονάδες.

Η βασική διαφορά του με το εξαιρετικό παρθένο και το παρθένο ελαιόλαδο είναι οτι το λαμπάντε είναι μια κατηγορία ελαιολάδου που δεν είναι βρώσιμο, είτε διότι έχει αρκετά υψηλή οξύτητα, είτε γιατί τα ελαττώματά του είναι αρκετά έντονα με αποτέλεσμα να είναι δυσάρεστα.

4) ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΕΝΟ (Ή ΡΑΦΙΝΕ) ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ (οξύτητα μικρότερη ή ίση με 0,3%): Το εξευγενισμένο ή ραφινέ ελαιόλαδο είναι μια κατηγορία ελαιολάδου που εξακολουθεί να μην είναι βρώσιμο, ενώ λαμβάνεται από την επεξεργασία (ραφινάρισμα) των ελαττωματικών ελαιολάδων που ανήκουν στην κατηγορία λαμπάντε (3).

5) ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ - ΣΥΝΘΕΤΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ ΑΠΟ ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΑ (οξύτητα έως 1,00 %): Βάση της Ευρωπαικής νομοθεσίας, για να μπορέσει να κυκλοφορήσει στην αγορά ένα εξευγενισμένο ελαιόλαδο, θα πρέπει να προστεθεί σε αυτό μια ποσότητα παρθένου ή εξαιρετικού παρθένου έτσι ώστε να βελτιωθεί η γεύση, το χρώμα και το άρωμα του.

Για να χαρακτηριστεί ένα έλαιο ως «ελαιόλαδο» θα πρέπει η οξύτητά του να μην υπερβαίνει το 1% και τα υπόλοιπα χημικά χαρακτηριστικά του να είναι σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στον Ευρωπαικό Κανονισμό 2568/91.

Το «ελαιόλαδο» είναι μια κατηγορία ελαίου το οποίο προέρχεται από τη μίξη εξευγενισμένου ελαιόλαδου (κατηγορία 4) με ένα ποσοστό εξαιρετικού παρθένου ή παρθένου (κατηγορία 1 ή 2) έτσι ώστε να καταστεί βρώσιμο. Είναι υποδεέστερο σε ποιότητα από το παρθένο (κατηγορία 2) και εμφανίζει ελαττώματα τόσο στα αρώματα όσο και στη γεύση.

6) ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟ ΠΥΡΗΝΕΛΑΙΟ: Το ακατέργαστο πυρηνέλαιο είναι μια κατηγορία ελαίου που λαμβάνεται από τον πυρήνα της ελιάς κατόπιν χημικής επεξεργασίας και δεν είναι βρώσιμο, προτού περάσει από την διαδικασία του εξευγενισμού.

7) ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΕΝΟ (Ή ΡΑΦΙΝΕ) ΠΥΡΗΝΕΛΑΙΟ (οξύτητα μικρότερη ή ίση με 0,3%): Το εξευγενισμένο ή ραφινέ πυρηνέλαιο είναι μια κατηγορία ελαίου που εξακολουθεί να μην είναι βρώσιμο, ενώ λαμβάνεται από την επεξεργασία (ραφινάρισμα) των ακατέργαστων πυρηνελαίων που ανήκουν στην κατηγορία 6.

8) ΠΥΡΗΝΕΛΑΙΟ (οξύτητα μικρότερη ή ίση με 1%): Βάση της νομοθεσίας της ΕΕ, για να μπορέσει να κυκλοφορήσει στην αγορά ένα εξευγενισμένο πυρηνέλαιο, θα πρέπει να προστεθεί σε αυτό ένα μικρό ποσοστό εξαιρετικού παρθένου ή παρθένου (κατηγορίες 1 και 2 αντίστοιχα) έτσι ώστε να αλλάξει η γεύση, το χρώμα και το άρωμα του.

Το «πυρηνέλαιο» λοιπόν είναι μια κατηγορία ελαίου το οποίο προέρχεται από τη μίξη εξευγενισμένου πυρηνέλαιου (κατηγορία 7) με εξαιρετικό παρθένο ή παρθένο ελαιόλαδο (κατηγορία 1 ή 2) έτσι ώστε να καταστεί βρώσιμο. Είναι υποδεέστερο σε ποιότητα από το «ελαιόλαδο» (κατηγορία 5).

Για να χαρακτηριστεί ένα έλαιο ως «πυρηνέλαιο» θα πρέπει η οξύτητά του να μην υπερβαίνει το 1%, τα υπόλοιπα χημικά χαρακτηριστικά του να είναι σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στον Ευρωπαικό κανονισμό 2568/91.